ντεμακιγιάζ

ντεμακιγιάζ
το
άκλ. η αφαίρεση τού μακιγιάζ από το πρόσωπο με τη χρησιμοποίηση ειδικής καλλυντικής κρέμας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. demaquillage < γαλλ. demaquiller «αφαιρώ το μακιγιάζ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”